- πλευστικός
- -ή, -όν, Α1. κατάλληλος για πλεύση, ούριος («πλευστικὸς οὖρος», θεόκρ.)2. αυτός που επιδίδεται στην πλεύση, που ταξιδεύει συχνά.επίρρ...πλευστικῶςμε ευνοϊκό άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ- τού πλέω* (πρβλ. αορ. έ-πλευσ-α, πλεύσ-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.